- ἱεροποιός
- ἱεροποιόςoverseer of temples and sacred ritesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιεροποιός — ἱεροποιός, όν (Α) 1. αυτός που προσφέρει θυσία, αυτός που θυσιάζει 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱεροποιός α) ο επιμελητής τών ιερών τελετών και ιδίως τών θυσιών β) στον πληθ. οἱ ἱεροποιοί (στην Αθήνα) οι δέκα άρχοντες, ένας από κάθε φυλή, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
ἱεροποιόν — ἱεροποιός overseer of temples and sacred rites masc/fem acc sg ἱεροποιός overseer of temples and sacred rites neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροποιοί — ἱεροποιός overseer of temples and sacred rites masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροποιούς — ἱεροποιός overseer of temples and sacred rites masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιεροποιώ — ἱεροποιῶ, έω (ΑΜ) [ιεροποιός] μσν. θυσιάζω κάτι αρχ. 1. είμαι ιεροποιός* 2. κάνω κάτι άγιο 3. θεοποιώ … Dictionary of Greek
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek
ιεροποιία — ίεροποιΐα, ἡ (Α) [ιεροποιός] επιμέλεια τών ιερών τελετών … Dictionary of Greek
ιεροπόιον — ἱεροπόιον και ἱεροποίϊον, τὸ (Α) το αξίωμα τών ιεροποιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιγρ. τ. αντί ιεροποίϊον (< ιεροποιός)] … Dictionary of Greek
ιερόπρακτος — ἱερόπρακτος, ὁ (Α) ιεροποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)* + πρακτος (< πράττω), πρβλ. δημό πρακτος, φιλό πρακτος] … Dictionary of Greek